- ποικιλῳδός
- ποικιλῳδόςof perplexed and juggling songmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποικιλωδός — όν, Α (κυρίως ως προσωνυμία τής Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς Σφίγξ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
σκοπώ — άω, Α [σκοπή] σκοπιάζω*. σκοπῶ, έω, ΝΜΑ [σκοπός (Ι)] νεοελλ. (λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενο σκοπός, επιδίωξη μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτι αρχ … Dictionary of Greek